θωρακιον

θωρακιον
    θωράκιον
    (ᾱ) τό [demin. к θώραξ См. θωραξ]
    1) небольшая броня Luc.
    2) воен. (всякого рода) укрытие, щиток Polyb., Diod.
    

ἐπὴ τῶν θωρακίων κατασκευή Diod. — башни на спине боевых слонов


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "θωρακιον" в других словарях:

  • θωράκιον — breastwork neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωρακίω — θωράκιον breastwork neut nom/voc/acc dual θωράκιον breastwork neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωρακίοις — θωράκιον breastwork neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωρακίου — θωράκιον breastwork neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωρακίων — θωράκιον breastwork neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωρακίῳ — θωράκιον breastwork neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωράκια — θωράκιον breastwork neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωράκιο — Όρος της αρχιτεκτονικής που σημαίνει το στηθαίο, το παραπέτο ή κουρτέλο. Αποτελεί προτοίχισμα μικρού ύψους, από 90 έως 120 εκ., που τοποθετείται για να προφυλάσσει από την πτώση τα άτομα που κυκλοφορούν εκεί. Θ. χρησιμοποιούνται στους εξώστες,… …   Dictionary of Greek

  • προθωράκιον — τὸ, Α ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θωράκιον (< θώραξ, ακος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»